- Ταρταρίτης
- ὁ, Αο κάτοικος τού Ταρτάρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < Τάρταρος + επίθημα -ίτης (πρβλ. σελην-ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ταρταρίτης — dweller in Tartarus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)